ΝΕΑ

Διεθνείς Ποικιλίες, Κρητική Ψυχή!

Κείμενο: Σίμος Γεωργόπουλος, Οινογράφος-Sommelier

Ναι, τις βρίσκουμε παντού, αλλά όχι όπως στη Κρήτη! Και ο αμετανόητος λάτρης των γηγενών ποικιλιών Σίμος Γεωργόπουλος δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει!

Κάθε φορά που ακούω την λέξη Κρήτη, στο οινικό μου μυαλό ηχούν οι καμπάνες του Βιδιανού, του Μοσχάτου Σπίνας, του Κοτσιφαλιού, του Λιάτικου και όλων των υπόλοιπων γηγενών ποικιλιών. Ποικιλίες που με τα αρώματα και τις γεύσεις τους δημιουργούν μελωδίες τόσο μοναδικές όσο και ο τόπος που τις γέννησε.

Για αυτό, ομολογώ ότι κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σε μια φιάλη που προέρχεται από τις λεγόμενες διεθνείς ποικιλίες αυθόρμητα μου έρχεται η σκέψη “γιατί να πιω αυτό το κρασί από την Κρήτη;”

Το τέλος της προηγούμενης παραγράφου δίνει κάθε φορά την απάντηση, αφού η μοναδικότητα του Κρητικού terroir βάζει τις δικές της πινελιές στις οικείες όσο και πανταχού παρούσες γεύσεις του Chardonnay, του Cabernet και των άλλων stars του παγκόσμιου αμπελώνα.

Συνεπώς, αν και “ντόπιος μέχρι το κόκαλο” δεν μπορώ να παραβλέψω την αξία και τις επιδόσεις τους. Άλλωστε το δυναμικό τους  είναι κάτι παραπάνω από επιβεβαιωμένο και το pedigree τους αριστοκρατικότατο. Επιπρόσθετα ως λάτρης του Κρητικού κρασιού οφείλω να παραδεχθώ ότι μια ετικέτα από τα παγκοσμίως γνωστά σταφύλια μπορεί να είναι αυτό που θα κάμψει την καχυποψία ή θα αποτελέσει το διαβατήριο για νέες αγορές, ανοίγοντας το δρόμο και για τις “δικές μου” γηγενείς  ποικιλίες.

Η σκιαγράφηση των παγκόσμιων ποικιλιών  δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει με τον λευκό βασιλιά του κόσμου, το Chardonnay. Ποικιλία χαρισματική αλλά και ευκολοπροσάρμοστη και η Κρήτη είναι εδώ για να την μπολιάσει με τροπικά αρώματα μάνγκο, ανανά και πεπονιού. Ο Θαλασσινός του Στραταριδάκη είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να την απολαύσετε αυτούσια ενώ ο Prinos του Διαμαντάκη ή το Ocean της Ιδαίας θα αποδείξουν και τις ικανότητές της να δώσει όγκο και ποιότητα σε blends.
Το Sauvignon Blanc διαθέτει σκέρτσο και νάζι, μεγάλο μέρος του οποίου πάντως χάνεται κάτω από τον καυτό Κρητικό ήλιο. Προσωπικά δεν θα έβρισκα κανένα λόγο ύπαρξής του στο νησί, όμως η συμμετοχή του σε ευχάριστα, τραγανά κρασιά όπως ο Έφηβος του Γαβαλά και ο Μεγάλος Λόφος του Λυραράκη με κάνει ελάχιστα πιο διαλλακτικό!
Στα παραπάνω θα έπρεπε να προσθέσω και το σοφιστικέ Turtle του Μηλιαράκη, όμως προτίμησα να το αναφέρω ως ένα έξοχο παράδειγμα του εγκλιματισμού της ποικιλίας Roussanne στην Κρήτη (άλλωστε έχει και τον πρώτο λόγο στο εν λόγω χαρμάνι). Το σπουδαίο -πλην σχεδόν άγνωστο- σταφύλι του Βόρειου Ροδανού δίνει ασύγκριτο όγκο, λιπαρότητα και αρώματα λουλουδιών και αμυγδαλόπαστας, χαρακτηριστικά που βρίσκουμε και στην  “θηριώδη”, μονοποικιλιακή πρόταση του Μανουσάκη από τα Χανιά.
Δεν είναι ώρα να μαλώσουμε για το αν η Malvasia πρέπει να καταταχθεί στις γηγενείς ή τις διεθνείς ποικιλίες, την στιγμή μάλιστα που βρίσκεται μέσα σε ετικέτες που κόβουν την ανάσα με τις επιδόσεις και την εκφραστικότητά τους. Το Gold Cuvee του Μιχαλάκη και η Malvasia του Ντουράκη είναι τα πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό είμαι όμως σίγουρος ότι ξεχνώ ή αδικώ και άλλα, οπότε δοκιμάστε κάθε Malvasia που θα βρεθεί μπροστά σας!

Το Cabernet Sauvignon δεν θέλει ιδιαίτερες συστάσεις. Και αν το χρώμα, η συμπύκνωση, η δύναμη, και οι τανίνες που προσφέρει φτάνουν  στο maximum, στην Κρήτη φθάνουν στο maximum2! Παράλληλα όμως η εγγενής οξύτητα της ποικιλίας  επιτρέπει στα κρασιά να μην αποκτούν την υπερβολική γλύκα και πλαδαρότητα άλλων. Ο Μοναχικός του Γαβαλά και ο Άσπρος Λαγός του Δουλουφάκη το αποδεικνύουν περίτρανα, το ίδιο και χαρμάνια στα οποία συμμετέχει, όπως το Φραγκόσπιτο του πρώτου, το Cabernet –Sangiovese του δεύτερου, το Σύμβολο του Λυραράκη και η 6η Έκδοση του Ταμιωλάκη.
Το κλίμα του νησιού είναι υπερβολικά ζεστό για το Merlot που φλερτάρει όλη του τη ζωή με το κρύο, όμως οι ξεροκέφαλοι πατριώτες προσπαθούν και προσπαθούν και ξαναπροσπαθούν… Αμέτρητες οι αποτυχίες που έχω γευτεί όλα αυτά τα χρόνια, με μοναδική εξαίρεση το υποσχόμενο Merlot του κτήματος Πατεριανάκη, αν και στα τελευταία Διονύσια δεν παρουσιάστηκε στην τελική του μορφή.
Αντίθετα το Syrah “αγαπάει Κρήτη” και η Κρήτη “αγαπάει Syrah”, ίσως μάλιστα περισσότερο από ότι θα ήθελα. Όμως με την ποικιλία να συμμετέχει σε κάποια από τα καλύτερα μονοποικιλιακά κρασιά και χαρμάνια του νησιού αλλά και να αποτελεί το τέλειο τακίμι για τις γηγενείς ερυθρές ποικιλίες (βλ. το προηγούμενο άρθρο) δεν έχω δικαίωμα να ομιλώ, παρά μονό ίσως για να προτείνω τα καλύτερα.

Μεγάλη η λίστα, που πάντως πρέπει να περιλαμβάνει τα Syrah του Μανουσάκη, του Γαβαλά, του Δουλουφάκη και του Μιχαλάκη. Κρασιά που θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα οι θιασώτες των μαύρων, γλυκερών, βαριών και ασήκωτων ερυθρών.

Οι υπόλοιποι –μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι και εγώ- θα βρουν καλύτερες ισορροπίες και πολυπλοκότητα στα χαρμάνια α λα Chateauneuf du Pape στα οποία συνυπάρχει μαζί με ποικιλίες όπως το Grenache, το Mourvedre και το Roussanne. O Νόστος του Μανουσάκη εκφράζει την πληθωρική διασταση (“αρτυσμένη” μάλιστα με μεσογειακά βότανα), ενώ η πρόταση του Μηλιαράκη από τον αμπελώνα Χελώνα την φίνα, αυστηρή πλευρά που σίγουρα θα σας αποζημιώσει για την φιλοξενία που θα του παράξετε στο κελάρι σας.

Ελληνικές ποικιλίες, διεθνείς ή συνύπαρξη και των δύο; Όποια και αν είναι η επιλογή σας, το σίγουρο είναι ότι η  νέα γενιά των χαρισματικών παραγωγών του νησιού θα έχει βάλει μέσα στο μπουκάλι έναν εξαιρετικό συνδυασμό ποιότητας, αρωμάτων και γεύσεων Κρήτης!

Πηγή

Περισσότερα Νέα